Η κατάσταση των αυτοκινητοδρόμων της Γερμανίας είναι ανησυχητική από πολλές απόψεις, ιδιαίτερα λόγω των πέντε χιλιάδων γεφυρών που χρειάζονται επειγόντως επισκευή. Αυτές κατασκευάστηκαν κυρίως πριν από το 1985, όταν οι σχεδιαστές υπολόγιζαν με μικρότερα και ελαφρύτερα οχήματα, καθώς και χαμηλότερη κυκλοφοριακή φόρτιση.
Η επιδείνωση της υποδομής αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια δεν αφιερώθηκαν αρκετοί πόροι στην ανακαίνιση και συντήρηση γεφυρών. Η γερμανική κυβέρνηση αναγνωρίζει το πρόβλημα, αλλά η ταυτόχρονη ανακαίνιση όλων των γεφυρών δεν είναι εφικτή. Ο Volker Wissing, ομοσπονδιακός υπουργός Μεταφορών, δήλωσε το 2022 ότι θέλουν να ανακαινίσουν 400 γέφυρες ετησίως, αλλά η εργασία αυτή θεωρείται μια διαγενεακή πρόκληση. Για παράδειγμα, η γέφυρα Rahmede στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία τέθηκε εκτός λειτουργίας στα τέλη του 2021 και η κατασκευή της νέας γέφυρας δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν το 2026. Η κατάσταση γύρω από τη γέφυρα Rahmede καταδεικνύει τις προκλήσεις: η μικρή πόλη Lüdenscheid και τα γύρω χωριά υπέστησαν σημαντική κυκλοφοριακή και περιβαλλοντική επιβάρυνση από το κλείσιμο, οδηγώντας σε χιλιόμετρα μποτιλιαρίσματος, θόρυβο και μόλυνση. Όλα αυτά επιδεινώνονται από την έλλειψη χρημάτων και την αύξηση του κόστους.
Η γερμανική κυβέρνηση πρέπει να εφαρμόσει αυστηρούς περιορισμούς από το 2025 για να συμμορφωθεί με το συνταγματικό φρένο χρέους. Ο πληθωρισμός και η αύξηση του κόστους εργασίας αυξάνουν περαιτέρω τα κατασκευαστικά κόστη. Το 2023, 4,6 δισεκατομμύρια ευρώ διατέθηκαν για την ανακαίνιση αυτοκινητοδρόμων και γεφυρών, και αυτό το ποσό προβλέπεται να αυξηθεί σε 5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από το 2025. Ωστόσο, σύμφωνα με την κρατική Autobahn GmbH, θα χρειαστούν επιπλέον 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2025 έως 2028 για να φτάσουν οι γέφυρες σε καλή κατάσταση.